- ἀπαιώρημα
- ἀπ-αιώρημα, das Herabhängende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απαιώρημα — ἀπαιώρημα, το (Α) ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα … Dictionary of Greek
ἀπαιώρημα — holder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιωρήματα — ἀπαιώρημα holder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)